Παρασκευή 18 Αυγούστου 2017

Η έκθεση του Νίκου Καζαντζάκη για τα Ναζιστικά εγκλήματα στην Κρήτη


Η έκθεση του Καζαντζάκη για τα εγκλήματα των Ναζί στην Κρήτη

Θ. Μαλκίδης

Το 2017  έχει ανακηρυχθεί  ως έτος Νίκου Καζαντζάκη, με αφορμή 60 χρόνια από το θάνατό του και θεωρώ ότι μία από τις ιδιαίτερες στιγμές του η συμμετοχή του ως επικεφαλής στην «Κεντρική Επιτροπή Διαπιστώσεως Ωμοτητών εν Κρήτη» και συνοδοιπόρους τους  καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών Ιωάννη Καλλιτσουνάκη και Ιωάννη Κακριδή,όπως και  η  παραμονή του στον Καύκασο, με την ιδιότητα του ειδικού απεσταλμένου του υπουργείου Περιθάλψεως για την υποδοχή και εγκατάσταση του μεγάλου ρεύματος προσφύγων μετά τη λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.

Η χαμένη έκθεση του Καζαντζάκη για τα εγκλήματα των Ναζί στην Κρήτη
Ελένη Μπέλλου tvxs.gr
Η Ναζιστική Κατοχή στην Κρήτη κόστισε ακριβά τόσο ηθικά όσο και υλικά στον λαό της, που τιμωρήθηκε γιατί τόλμησε να υψώσει το ανάστημα του και να αντισταθεί γενναία απέναντι στον κατακτητή. Το 1945, ο πόλεμος είχε μόλις τελειώσει και οι μνήμες που ήταν ακόμη νωπές, έπρεπε να καταγραφούν. Μία από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες που γέννησε το νησί, ο Νίκος Καζαντζάκης ανέλαβε αυτό το δύσκολο έργο.
Η «Κεντρική Επιτροπή Διαπιστώσεως Ωμοτητών εν Κρήτη», με επικεφαλής τον Νίκο Καζαντζάκηκαι συνοδοιπόρους τους διακεκριμένους καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών Ιωάννη Καλλιτσουνάκη και Ιωάννη Κακριδή, γύρισε το νησί, συντάσσοντας ένα πολύτιμο ιστορικό ντοκουμέντο για τη ναζιστική θηριωδία στην Κρήτη. Η «Έκθεση Καζαντζάκη», όπως έμεινε να λέγεται, πλαισιωνόταν από τις φωτογραφίες του Κωνσταντίνου Κουτουλάκη, που με τον φακό του είχε αποτυπώσει τον πόνο της μετα-Κατοχικής περιόδου στο νησί.
Η περιοδεία της Επιτροπής διήρκεσε από τις 29 Ιουνίου έως τις 6 Αυγούστου 1945, με τα αποτελέσματα της να παραδίδονται στο τότε αρμόδιο υπουργείο. Ιστορικοί προσπαθούν εδώ και χρόνια να εντοπίσουν τα ίχνη της. Η τύχη της όμως, αγνοείται, κάπου χαμένη στην από τότε αθάνατη ελληνική γραφειοκρατία.
Ευτυχώς, ωστόσο, ο Νίκος Καζαντζάκης «προνόησε» άθελα του, να έχουμε μια εικόνα για το τι περιλάμβανε. Πώς έγινε αυτό; Όταν την συνέταξε έδωσε στον Κρητικό λογοτέχνη και λόγιο, καθώς και αδελφικό του φίλο, Παντελή Πρεβελάκη ένα αντίγραφο της για διορθώσεις. Ο Πρεβελάκης είχε φυλάξει το χειρόγραφο και 38 χρόνια μετά, το 1983 το παρέδωσε στον δήμο Ηρακλείου, ο οποίος και το εξέδωσε σε έναν λιτό τόμο. Ήταν μία και μοναδική έκδοση λίγων αντίτυπων, τα οποία αν κάποιος σήμερα θέλει να βρει, θα πρέπει να ψάξει πολύ.

* Η Επιτροπή στο χωριό Βρύσες
Δια χειρός Καζαντζάκη
Όπως ο ίδιος ο Νίκος Καζαντζάκης και οι συνοδοιπόροι του σε αυτήν την ειδική αποστολή περιγράφουν, η επιχείρηση καταγραφής των ναζιστικών εγκλημάτων στην Κρήτη, διήρκεσε 40 μέρες. Η Επιτροπή κατάφερε μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα να επισκεφθεί 76 χωριά από τα οποία είχαν περάσει σκορπώντας τον θάνατο οι ναζί, αλλά δεν κατάφεραν να φτάσουν σε όλα, αφενός λόγω του ότι το οδικό δίκτυο ήταν σε πολύ μεγάλο βαθμό κατεστραμμένο, αφετέρου γιατί το γερμανικό αυτοκίνητο που είχαν παραχωρήσει στην Επιτροπή οι Άγγλοι χάλαγε, με αποτέλεσμα η ομάδα να ακινητοποιείται για αρκετές ημέρες.
Ως προς την έρευνα, η Επιτροπή δεν αρκέστηκε μόνο στις προσωπικές μαρτυρίες που συνέλεξε από τους κατοίκους των μαρτυρικών χωριών, σημειώνοντας ότι πολλές φορές προσέκρουε σε υπερβολές και προσπάθησε να διασταυρώσει τα στοιχεία συλλέγοντας παράλληλα επίσημες καταθέσεις από τις αρχές κάθε χωριού.
Η βιαιότητα της κατάληψης της Κρήτης


Περιγράφοντας πώς ξεκίνησε ο ναζιστικός εφιάλτης για τη Μεγαλόνησο, η Επιτροπή Διαπιστώσεως Ωμοτητών ξεκινάει από τη μοιραία εκείνη μέρα της 20ής Μαΐου του 1941, όταν η Μάχη της Κρήτης αρχίζει με τους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές να πέφτουν στο αεροδρόμιο του Μάλεμε. Όπως λένε, μέχρι τότε την ευθύνη για την άμυνα του νησιού είχαν ολιγάριθμα ελληνικά και βρετανικά στρατεύματα, που ενισχύθηκαν όμως άμεσα μετά την εισβολή από τους Κρητικούς, τις γυναίκες και τα παιδιά τους, οι οποίοι με ό,τι έβρισκαν πρόχειρο -παλιά όπλα, αξίνες ακόμα και ξύλα - συντάχθηκαν αυθόρμητα στον αγώνα της αντίστασης απέναντι στον κατακτητή.
Αν και κατά το διάστημα της κατάληψης οι Γερμανοί έριχναν από τα αεροπλάνα τους προκηρύξεις με τις οποίες διαβεβαίωναν του Κρήτες ότι δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα, σχεδόν σε κάθε χωριό της Κρήτης, ο γερμανικός στρατός τουφέκισε εν ψυχρώ ανθρώπους και λεηλάτησε τις περιουσίες τους - μεμονωμένα ή και μαζικά.
Από τότε οι Γερμανοί χρησιμοποιούσαν το επιχείρημα που πρόσφατα είδαμε να επαναφέρει στην επικαιρότητα ο Γερμανός καθηγητής Χάινς Ρίχτερ (ο οποίος για ακατανόητο λόγο χρίστηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Κρήτης), προκαλώντας έναν σεισμό αντιδράσεων…. πολλών ρίχτερ στο νησί. Το επιχείρημα δεν ήταν άλλο από το ότι οι Κρητικοί, που προσπάθησαν να υπερασπιστούν τη ζωή και τον τόπο τους, ήταν «παρτιζάνοι» που δρούσαν πέραν του Δικαίου του Πολέμου, άρα ήταν «δίκαιο» να τους επιβληθούν αντίποινα.
Μάλιστα για να ενισχύσουν τη στρατηγική τους χρησιμοποιούσαν την καλοστημένη και διαβόητη προπαγανδιστική τους μηχανή, υποστηρίζοντας ότι οι Κρητικοί προέβησαν σε αποκεφαλισμούς Γερμανών αλεξιπτωτιστών, με την Επιτροπή να σημειώνει στην Έκθεση της ότι δεν βεβαιώθηκε κανένας ακρωτηριασμός στρατιώτη της αντίπαλης πλευράς.
Η Επιτροπή του Καζαντζάκη περιγράφει στη συνέχεια με ονόματα και λεπτομέρειες την αγριότητα με την οποία οι ναζί εισέβαλαν στα χωριά. Υπάρχουν περιγραφές για τους φρικαλέους βασανισμούς και τις αναίτιες εκτελέσεις αμάχων - τυχαίων και άοπλων ηλικιωμένων, γυναικών και παιδιών, ακόμα και ζώων - και περιγραφές για το πώς κατέστρεφαν τις δημόσιες δομές.
Μεταξύ άλλων η Επιτροπή έχει καταγράψει μαρτυρίες για το πώς οι κατακτητές έμπαιναν στα σπίτια των Κρητών αρπάζοντας ό,τι πολύτιμο είχαν, φτάνοντας μέχρι το έσχατο σημείο να τα «βεβηλώσουν», κάνοντας τις φυσικές τους ανάγκες στα κουζινικά σκεύη που έβρισκαν μέσα σε αυτά, πριν τα ανατινάξουν με χειροβομβίδες ή βάλουν φωτιά και τα κάψουν.
Μετά τις εκτελέσεις, το δράμα που τις ακολουθούσε ήταν μεγαλύτερο. Με γέλια τα Ες - Ες φωτογράφιζαν τη φρίκη που είχαν προκαλέσει, έστηναν γλέντια δίπλα στους νεκρούς και κορόιδευαν τις χήρες μιμούμενοι τις κραυγές αλλοφροσύνης τους. Έβαζαν τους οικείους των νεκρών να τους θάψουν ομαδικά ή ακόμη χειρότερα σε πολλές περιπτώσεις τους απαγόρευαν να τους ενταφιάσουν και τους άφηναν άθαφτους στους δρόμους, βορά για τα σκυλιά.
Ένα από τα χειρότερα ναζιστικά εγκλήματα που διαπράχθηκαν στην Ελλάδα της Κατοχής ήταν αυτό της Σφαγής της Καντάνου.
Εξιστορώντας το ο Καζαντζάκης γράφει:
«Είς τάς 3/6 έπανελθόντες είς τήν Κάντανον, αφού έφόνευσαν όσους εύρον εις τά σπίτια των, άνέγνωσαν τήν διαταγήν τού Στρατ. Διοικητοΰ Κρήτης, διά τής οποίας άνεκοινοϋτο ότι ή Κάντανος θά καταστροφή, οί δέ κάτοικοί της θά εξοντωθούν. Πραγματικώς μετά γενικήν λεηλασίαν όλαι αί οίκίαι τού χωρίου έκάησαν ή άνετινάχθησαν διά δυναμίτιδος. Τά γυναικόπαιδα έξεδιώχθησαν μέ τόν σκληρότερον τρόπον. Παραλλήλως συνέλαβον γέροντας, γυναίκας καί παιδιά, τούς όποιους δεμένους καί άλυσωδεμένους ύπεχρέωσαν νά μεταφέρουν πυρομαχικά μέχρι τής Παλαιοχώρας. Έν συνόλω έφονεύθησαν κατά τάς ήμερας αύτάς 23 Καντανιώται. […]
Εις τήν είσοδον τοΰ χωρίου έστησαν μίαν πρόχειρον έπιγραφήν διά νά δεικνύη τό μέρος όπου άλλοτε έκειτο ή Κάντανος' άργότερον τήν αντικατέστησαν μέ άλλην μετριοπαθεστέραν καί τέλος μέ ακόμη μετριοπαθεστέραν. Εννοείται ότι τό λεγόμενον ότι οί γερμανοί στρατιώται «έδολοφονήθησαν έκ τών όπισθεν» αποτελεί τερατώδες ψεύδος, μόνον σκοπόν έχον τήν συγκάλυψιν τών ιδίων έγκλημάτιον.
Ή είσοδος εις τήν Κάντανον άπηγορεύθη έπί ποινή άμέσου τυφεκισμού εις πάντα Έλληνα. Οί κάτοικοι έπί έν καί ήμισυ έτος παρέμενον εις τά πέριξ, καί όταν διήρχοντο Γερμανοί — διότι ή μόνιμος φρουρά των εύρίσκετο εις τήν Παλαιόχωραν — ειδοποιούντο καί έφευγον. Έν τώ μεταξύ άπεφασίσθη ή περιοχή τής Καντάνου νά καλλιεργηθή διά λογαριασμόν τοΰ Ράϊχ».
Όλα στην Κατοχή τους - Ακόμα και οι ζωές των άλλων

«Τα χωράφια σας δικά μας, τα ζώα σας δικά μας και εσείς δικοί μας». Με αυτά τα λόγια οι Γερμανοί αξιωματικοί προελαύναν από τα χωριά της Κρήτης, κατά τη διάρκεια της Κατοχής της, από τον Σεπτέμβριο του 1941 μέχρι και την αποχώρηση το 1944. Το νησί ονομάστηκε «Φρούριο του Γ’ Ράιχ».
Όπως αναφέρει στην Έκθεση της η Επιτροπή Ωμοτητών, τα 4 χρόνια κατά τα οποία έμειναν οι Γερμανοί στην Μεγαλόνησο, χαρακτηρίστηκαν από την πλήρη απομύζηση του δημοσίου και ιδιωτικού πλούτου της Κρήτης. Στους Κρητικούς επιβλήθηκε καταναγκαστική εργασία κι αδικαιολόγητα πρόστιμα. Τα σπίτια τους λεηλατήθηκαν.
«Ως και το σαπούνι του νεροχύτη μας πήραν οι Γερμανοί», λέγαν στις μαρτυρίες τους οι άνθρωποι με τους οποίους μίλησε ο Καζαντζάκης. Ήταν τέτοιο το μένος τους, που πέταγαν τα έπιπλα από τα μπαλκόνια για να τα καταστρέψουν, μάζευαν τα γυαλικά στις πλατείες και χόρευαν πάνω στα σπασμένα, ενώ ό,τι χρήσιμο έβρισκαν, π.χ. τις ραπτομηχανές και τα εργαλεία, τα έστελναν στην πατρίδα τους.
Πλούσια η κρητική γη. Ό,τι παρήγαγε έγινε λεία τους. Με πρόφαση κάποιο υποτιθέμενο σαμποτάζ επέβαλλαν στους αγρότες και τους κτηνοτρόφους να πληρώσουν το «πρόστιμο», δίνοντας τη σοδειά και τα ζώα τους για να ταΐσουν τα γερμανικά στρατεύματα σε ολόκληρη την Ευρώπη. Το τίμημα έτσι και κάποιος τολμούσε να θερίσει ή να σφάξει κάποιο ζώο, ήταν όπως πάντα βαρύ.
Ο νομός Λασιθίου, που ήταν και αυτός που επλήγη λιγότερο κατά την Κατοχή, είχε δώσει στον Καζαντζάκη τον εξής κατάλογο για τις ζημιές που κατέγραψε στην αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή του:
Πολλοί από όσους δεν εκτελέστηκαν, πιάστηκαν όμηροι. Άλλοι εστάλησαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανίας. Στην έκθεση περιγράφεται με κάθε λεπτομέρεια το πώς τα χωριά της επαρχίας Βιάννου μαρτύρησαν κάτω από τη ναζιστική μπότα. Από τις 14 έως τις 16 Σεπτεμβρίου του 1943, 401 άνθρωποι δολοφονήθηκαν στις επαρχίες Βιάννου και Ιεράπετρας, στο δεύτερο μεγαλύτερο Ολοκαύτωμα της χώρας, κατ’ εντολήν του σφαγέα Φρίντριχ Βίλχελμ Μίλερ. Με ακραίο μίσος και βιαιότητα, που ακόμη και σήμερα δεν μπορεί να κατανοηθεί από άνθρωπο.
Κάποια αποσπάσματα από αυτά που γράφει ο Καζαντζάκης για τη Βιάννο:
«Την επομένην, 14/9, εορτήν της Ανυψώσεως του Τιμίου Σταυρού, επέπρωτο να συντελεσθή μία από τας φοβερωτέρας καταστροφάς που είδεν η Κρήτη καθ'όλην την περίοδον της κατοχής· οι Γερμανοί εισέβαλον εις τα χωρία της Βιάννου, Αμιράς, Βαχός, Κεφαλοβρύσι, Κρεββατάς, Αγ. Βασίλειος, Πεύκος, Κατω Σύμη, Γδόχια, Μύρτος, Μουρνιές, Ρίζα, Μάλλες κτλ. φονεύοντες μεμονωμένως μεν όσους συνήντων καθ'οδον – ανδρας, γυναίκας και παιδιά- εντός δε των χωρίων συγκεντρούντες τους άνδρας όλους και εκτελούντες αυτούς ομαδικώς».
Η σφαγή στον Αμιρά:
«Καθώς οι Γερμανοί εισήρχοντο εις τον Αμιράν, οι κάτοικοι, κατά σύστασιν του δημάρχου, τους υπεδέχθησαν εις την είσοδον του χωρίου κρατούντες οίνον, ρακήν και εδέσματα. Εκείνοι, έχοντες κυκλώσει εν τω μεταξύ όλην την περιοχήν, συνέλαβον τους άνδρας όλους- περί τους 100- τους οποίους ανευ διαδικασίας εξετέλεσαν μέχρις ενός, ολίγον κατωτέρω της δημοσίας οδού. Το χωρίον αριθμεί εν συνόλω 117 νεκρούς κατά την ημέραν εκείνην. […] Όταν αργότερα απεχώρησαν και αυτοί, αι γυναίκες ετόλμησαν να πλησιάσουν εις τον τόπον της εκτελέσεως. Τα πρόσωπα των νεκρών ήσαν παραμορφωμένα, διότι οι Γερμανοί εσκόπευον επί της κεφαλής των εκ του πλησίον και δι αυτό η αναγνώρισις εγένετο συχνά εκ των ενδυμάτων και μόνον. “Τα μυαλά του πατέρα μου και του αδελφού μου ήσαν χυμένα χάμω”, μας είπε μια γυναίκα. Μια άλλη: Το γυιό μου γουλιά γουλιά τον έπαιρνα και τον έβανα στο σακκί, και πήγα και τον έθαψα».
Και στα Γδόχια:
«Τα ανατολικώτερον κείμενα χωρία της Βιάννου, τα εις τον νομόν Λασηθίου (επαρχ. Ιεραπέτρας) υπαγόμενα, επλήρωσαν την επομένην ημέραν (15/9). Ούτω οι Γερμανοί εφόνευσαν: Εις τα Γδόχια 37 εν όλω. Το σύστημα υπήρξε το ίδιον. Οι άνδρες οίτινες είχον προηγουμένως φύγει εκ του χωρίου επειδή οι Γερμανοί δεν προέβαινον εις καμμίαν βιαίαν πράξιν, επανήλθον, και τότε τους συνέλαβον και τους εξετέλεσαν μαζί με όσους ευρίσκοντο εντός του χωρίου. […] Εξ άλλου έκαυσαν επί της κλίνης του, επιχύσαντες βενζίνην, τον ανάπηρον Γεώργ. Μπεκράκην, ετών 40, πατέρα 4 ανηλίκων τέκνων. Επειδή όλη η περιφέρεια εκηρύχθη νεκρά, απαγορευθείσης πάσης εν αυτή κυκλοφορίας, οι νεκροί παρέμειναν επί δύο μήνας άταφοι, καταφαγωθέντες υπό των κυνών».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει όμως το πώς η αντίπαλη πλευρά δικαιολογούσε τα εγκλήματα της και τα χρησιμοποιούσε ως προειδοποίηση για την τέλεση νέων.
Σε ένα απόσπασμα από μία προκήρυξη που οι Γερμανοί κατακτητές μοίραζαν «διαφημίζοντας» τα «κατορθώματα» σε  χωριά που αιματοκυλίστηκαν λίγο μετά από τη Βιάννο, αναφέρουν:
«Τα χωριό Λοχριά, Καμάρες καί Μαγαρικάρι περιεκυκλώθησαγ από τά γερμανικά στρατεύματα την 3ην Μαΐου 1944. Εξεκενώθησαν κατά τήν διεξαγωγήν μιας μεγάλης έπιχειρησεως εναντίον τών συμμοριτών εις τό όρος Ψηλορείτης. Μετά τήν μεταφορά τού πληθυσμού έξω τών χωρίων, τούτα ίσοπεδώθησαν. Τά σκληρά μέτρα ήσαν αναγκαία, διότι ό πληθυσμός τών χωρίων τούτων έπανειλημμένως είχεν ένοχοποιηθή δια τήν ύποστήριξιν τών συμμοριτών εις μεγάλην κλίμακα. Τό χωρίών Βόρισα (γράφε Βοριζια) έβομβαρδίσθη κατά τήν διεξαγωγήν τών μέτρων τούτων, καί καταστράφή, διότι μέσα εις ούτό άνεκαλύφθησαν πολλά όπλα. Ό πληθυσμός των πέριξ χωρίων εκράτησε ύπουλον στάσιν εναντίον τών ένόπλων δυνάμεων. Από μηνών τά χωρία Λοχριά, Καμάρες καί Μαγαρικάρι ήσαν τόποι παραμονής καί κέντρα άνεφοδιαομού τών συμμοριτών τού Μπαντουβά καί τού Πετρακογιώργη. Τήν 3ην Μαρτίου 1944 τό χωρίον Λοχριά παρέσχε καταφύγισον είς 10 Άγγλους αξιωματικούς, ήτο ό τόπος διαβάσεως διά βρετανούς άνδρας τών κομμάντο προς τα όρη. Εναντίον τής έπιζημίου τούτης συμπεριφοράς, έναντίον τής ύποστηρίξεως τών Άγγλων πρακτόρων καί τών συμμοριτών εστράφησαν τά γερμανικά μέτρα. Κρήτες! Αυτά τα μέτρα άς είναι δι' όλους προειδοποίησις!».
Και οι κατακτητές δεν έμειναν μόνο στις προειδοποιήσεις, αφού φρόντισαν ακόμη και την απελευθέρωση το 1944 να την κάνουν πικρή, πνίγοντας στο αίμα τα χωριά από τα οποία πέρναγαν για να φύγουν: τα Ανώγεια, τη Δαμάστα, το Αμάρι και ακόμη δεκάδες άλλα.
Μια ατράνταχτη απόδειξη για τις γερμανικές οφειλές
Την ίδια στιγμή που η σημερινή Γερμανία δηλώνει ότι το θέμα των κατοχικών οφειλών προς την Ελλάδα είναι «λήξαν», η Έκθεση Καζαντζάκη αποτελεί ένα ακόμη πολύτιμο ιστορικό τεκμήριο κι ατράνταχτο διαπραγματευτικό χαρτί για τις αξιώσεις της χώρας μας.
Κι αυτό, γιατί πέραν των εγκλημάτων που καταδεικνύουν την ηθική υποχρέωση της Γερμανίας για την αποζημίωση των θυμάτων, με πολύ αναλυτικό τρόπο καταγράφει και την υλική ζημία που υπέστη η Κρήτη από την επέλαση του Γ’ Ράιχ και η οποία χρήζει επανόρθωσης.
Στο Παράρτημα της Έκθεσης Ωμοτητών αναφέρεται ότι σύμφωνα με τους υπολογισμούς της εποχής 8.806 σπίτια καταστράφηκαν ολοσχερώς κι άλλα 2.049 μερικώς. Επίσης, δημόσια κτίρια όπως δημαρχεία, σχολεία και ιατρεία αλλά και δομές όπως τα αεροδρόμια και τα υδραγωγεία κατεδαφίστηκαν ή υπέστησαν ανεπανόρθωτες ζημιές.
Η Έκθεση θέτει επίσης και το θέμα των αρχαιολογικών θησαυρών που εκλάπησαν από το νησί. Στο σύνολο τους τα μουσεία της Κρήτης επιτάχθηκαν. Από εκεί «χάθηκαν» γλυπτά, αγάλματα και αμέτρητα αρχαία νομίσματα, τα οποία έχουν αναφερθεί αναλυτικά στον Καζαντζάκη από τους τότε διευθυντές των ιδρυμάτων.
Το Μουσείο Ηρακλείου με τους αμύθητης αξίας θησαυρούς του, επλήγη από τους βομβαρδισμούς του 1941, οι οποίοι προκάλεσαν φθορές σε πλήθος εκθεμάτων. Πολλά μνημεία όπως τα ενετικά οικοδομήματα της οδού Κανεβάρο στα Χανιά και ο βασιλικός τάφος των Ισοπάτων καταστράφηκαν ολοσχερώς, ενώ φθορές υπέστησαν ακόμη και τα ανάκτορα της Φαιστού και ο αρχαιολογικός χώρος των Μαλλίων. Από τις αποθήκες της Φαιστού μάλιστα άρπαξαν σχεδόν όλα τα αγγεία. Απομεινάρια μινωικών πόλεων έσβησαν μια για πάντα από τον χάρτη.
Και δεν σταμάτησαν εκεί. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής οι Γερμανοί στρατιώτες έκαναν λαθραίες ανασκαφές, χωρίς την άδεια των ελληνικών αρχών, σε όλη την Κρήτη. Κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών έργων που εκτελούσαν έπεφταν τυχαία πάνω σε ανακαλύψεις. Κάποια από τα ευρήματα τα παρέδωσαν στα κατά τόπους μουσεία, πολλά όμως όχι.
Κι αυτά είναι όσα έγιναν μόνο στην Κρήτη, όταν η Ελλάδα μετρά περίπου 100 επισήμως αναγνωρισμένα μαρτυρικά χωριά, και άλλα 1.000 ανεπισήμως.